- ὑποκάθηται
- ὑποκάθημαιto be seated down inpres ind mid 3rd sgὑποκάθημαιto be seated down inpres ind mid 3rd sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκάθημαι — και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.) 2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι 3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται … Dictionary of Greek